Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Στης εκκλησιάς μπρος τα σκαλιά, ζητιάνος καθισμένος.
Κουρέλια του τυλίγουνε τ’ αδύναμο κορμί.
Απόδετος και νηστικός, ποιος ξέρει ο καϋμένος
αν θα του φτάσει η ζητιανιά, για μια μπουκιά ψωμί!
Τα πόδια του πληγιάρικα, τα χέρια του πρησμένα!
Τρέμει σαν φύλλο κίτρινο, πριν πέσει απ’ το κλαδί.
Μάτια χωρίς να βλέπουνε, γυρνάν απελπισμένα
στον Ουρανό το δάκρυ τους, μην κι’ ο Θεός το δει.
Γύρω, περνάν αδιάφοροι, τα νιάτα κι’ οι μεγάλοι.
Κανένας δεν σκοτίζεται τον γέρο στην γωνιά,
αν έχει το κεφάλι του, απόψε, πού να βάλει,
μέσ’ στον Χειμώνα τον σκληρό, την ψύχρα, τον χιονιά.
Σκοτείνιασε κι’ αραίωσε ο κόσμος στο δρομάκι.
Τρέμει, πουλί που μάδησε στην μπόρα και ριγεί.
Μα κι’ απ’ την πείνα, πιο πικρό στα χείλη το φαρμάκι
της απονιάς και πιο βαθειά από βόλι η πληγή.
Κάνει αργά να σηκωθεί, γλυστράει, ξαναπέφτει…
Δυο-τρεις περνάν, δεν βλέπουνε στο χώμα τον φτωχό.
Μία κυρά που βιάζεται, ματιά δεν καταδέχτη
κι’ ένας στρατιώτης, προσπερνά κι΄ αφήνει μοναχό.
Κανένας τους δεν νοιάζεται για τον τυφλό σακάτη!
Τι φταιν για την κατάντια του, αυτού του κουρελή!
Να έκανε το κουμάντο του, να ’χε κι’ εκείνος κάτι,
τώρα να μην διακόνευε, αδέσποτο σκυλί.
Στυλώνεται στα πόδια του! Στήριγμα, φως και δρόμος,
ένα καλάμι, π’ οδηγεί τα βήματα συρτά.
Πιο πάνω, στέκει, φύλακας της «Τάξης», αστυνόμος….
Αγριεμένος, άδεια ζητιάνου του ζητά.
Σαν κυπαρίσσι ορθώθηκε το γέρικο κουφάρι!
«Άγρια χωροφύλακα, σ’ εμένα μην μηνάς!
Το αίμα μου αν δεν έδινα, εσύ το παλληκάρι,
θα ’χες τον τούρκο πάνω σου, τώρα, να προσκυνάς!».
Τα έχασε το όργανο, πιάνει, χτυπά στον ώμο….
Σαν κεραυνός τον χτύπησαν τα λόγια, βροντερά.
«Και πως σε λένε γέροντα» ρωτά πριν πάρει δρόμο.
«Σταματελόπουλο με λεν, ωρέ. ΝΙΚΗΤΑΡΑ!!!».
Δημήτρης Τσελίκας
Πάτρα – Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021