Η ΓΕΝΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ
Γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια σ’ ένα μεγάλο χωριό, σε μια κωμόπολη. Η αγροτική οικογένειά μου ήταν εύπορη, με τα μέτρα και τα δεδομένα της μικρής εκείνης κοινωνίας, αλλά και της εποχής γενικότερα. Εύπορος εκείνη την εποχή σήμαινε ύπαρξη φαγητού, ρούχων με μπαλώματα και παπούτσια επίσης μπαλωμένα. Οι απολαύσεις των παιδιών ήταν τα παιγνίδια στις αλάνες και των μεγάλων η αγορά και το καφενείο μετά τη δουλειά και οι μικρο-συγκεντρώσεις στα σπίτια κάποιες Κυριακές και καμιά γιορτή. Τα παιδιά με χαρά πηγαίναμε στο σχολείο, το οποίο ποτέ δεν σήμαινε στέρηση του παιγνιδιού. Τους μεγάλους απασχολούσε ο καιρός ανάλογα των εποχών, οι γέννες της γης, τα καμώματα κάποιων ανθρώπων της μικρής κοινωνίας και σαν αχρείαστες οι πολιτικές ειδήσεις και εξελίξεις. Οι άνθρωποι χαιρετιούνταν, χαίρονταν και γελούσαν, ενώ κάποιοι, μάλλον περισσότεροι σε αναλογία απ’ ό,τι σήμερα, διάβαζαν ότι τυπωμένο εύρισκαν μπροστά τους. Τα σπίτια τα έχτιζαν για να στεγάζονται, με τους ντόπιους οι τους ξενόφερτους μαστόρους και χωρίς «οικοδομική άδεια» ανάμεσα στο οικοδομικά υλικά. Την υγεία φρόντιζαν οι γιατροί του χωριού, αντί ελαχίστων χρημάτων ή άλλων δώρων και στις δύσκολες περιπτώσεις οι ασθενείς πήγαιναν στα κρατικά νοσοκομεία στις μεγάλες πόλεις. Οι θάνατοι από γιατρικά ή άλλα ατυχήματα ήταν αναλογικά λιγότεροι από σήμερα. Οι μετακινήσεις και μεταφορές γίνονταν ιππήλατα χωρίς εισαγόμενα καύσιμα, άδειες οδήγησης και τέλη κυκλοφορίας. Τα φρούτα, τα λαχανικά και τα κρέατα, ήταν νοστιμότερα των σημερινών, φρέσκα και λιγότερο ανθυγιεινά για τη ζωή μας. Όποιος ήθελε να κυνηγήσει, έπαιρνε το χωρίς άδεις ντουφέκι και πήγαινε, ενώ τα θηράματα αφθονούσαν. Είχα την παιδική περιέργεια και έστηνα αυτί στις συζητήσεις των μεγάλων, τους οποίους ποτέ δεν άκουγα να άγχονται, ούτε και να φοβούνται. Μου έτυχε να ζήσω και κάποιους δύσκολους πολέμους στην παιδική μου ηλικία. Εκείνοι οι πόλεμοι, διεθνείς και εμφύλιοι, σήμαιναν ζωή χέρι-χέρι με το θάνατο, κι όμως οι άνθρωποι ακόμα και τότε χωρίς ψωμί και αύριο, είχαν ελπίδα και όρεξη για ζωή. Όταν πούλαγαν και αγόραζαν τα χωράφια τους, δεν τους παρακολουθούσε ο big brother δορυφόρος, για να ελέγχονται μήπως κι έφραξαν τον κήπο τους, την άδεια έπαιρναν από τη φύση, που ήταν και η «καθ ύλη» αρμοδία για τη ζωή τους και από την ευθυκρισία τους! Όταν ξύπναγαν το πρωί έβλεπαν τον ήλιο να βγαίνει, χωρίς να τον κρύβουν τα διπλανά ντουβάρια και να τον χλομιάζει η ρύπανση. Οι άνθρωποι μπορούσαν να κοιτάζουν και τα δειλινά σε καθημερινή βάση, κανείς και τίποτα δεν τους δυσκόλευε. Τα κλειδιά των σπιτιών τα είχαμε χάσει, γιατί το επάγγελμα των διαρρηκτών δεν είχε ακόμα καταγραφεί επίσημα. Όποιοι συναντιούνταν στο δρόμο, γνωστοί και μη, έλεγαν γελαστοί καλημέρα ή καλό βράδυ ανάλογα, πάντα με χαρά που συναντούσαν συνάνθρωπο. Δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε και ραδιόφωνο, με αποτέλεσμα τα παγκόσμια νέα να μας έρχονται με καθυστέρηση και να μη μαθαίνουμε on line τις κινήσεις των χρηματιστηρίων, τις ανακαλύψεις του Αϊνστάιν και τις σχέσεις που λένε ότι είχε ο Στρος Καν με κάποια καμαριέρα! Όλα αυτά μας έλειπαν, αλλά ποτέ δεν πέφταμε σε μελαγχολία γι’ αυτό. Τις νύχτες βγαίναμε καντάδες, άλλοτε για να χαρούμε μαζί με το φεγγάρι, άλλοτε για να θυμίσουμε το ενδιαφέρον μας σε κάποια που είχε αϋπνίες! Δεν θυμάμαι να συναντούσα ανθρώπους κοινωνικά καταπιεσμένους, ανήσυχους και φοβισμένους για ένα αβέβαιο αύριο, αυτά ήρθαν κατόπιν μαζί με την υπερπροσφορά υλικών αγαθών και της ανάγκης πληρωμής γι’ αυτά. Η στέρηση της ατομικής ελευθερίας ήρθε μαζί με την καταχρηστική κατανάλωση των υλικών αγαθών, με την θεοποίηση του χρήματος και την τυφλή μανία απόκτησής του. Οι άνθρωποι έκλεισαν τα βιβλία και άνοιξαν πιστωτικές κάρτες. Ενέδωσαν στους προπαγανδιστές της υπερκατανάλωσης και παραιτήθηκαν της λογικής και της ευθυκρισίας. Άρχισαν να προ-καταναλώνουν σήμερα το αβέβαιο εισόδημα του αύριο, με αποτέλεσμα στις αυριανές υπερ-απαιτήσεις να προστίθενται και οι παρελθοντικές κληρονομιές. Η πίεση και το άγχος άρχισαν να χορεύουν! Εκεί χάθηκε η ατομική ελευθερία! Για το ανθρώπινο γένος δεν υπάρχει άλλος δρόμος επιστροφής στην ελευθερία, εκτός από εκείνον της καταστροφής, τον οποίο με σαφήνεια προέβλεψε ο Αϊνστάιν, όταν είπε ότι δεν γνώριζε με τι μέσα θα γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά γνώριζε, ότι ο τέταρτος θα γίνει με πέτρες και ξύλα! Οι τυχοδιώκτες του υπερ-καταναλωτισμού, αδιαφόρησαν γι’ αυτή τη σπουδαία επισήμανση του Αϊνστάιν. Η απώλεια της ατομικής λευτεριάς, για κάποιους αποτελεί προσοδοφόρο επάγγελμα και αγωνίζονται με νύχια, με δόντια και με εκβιαστικά τερτίπια να το διατηρήσουν.
Α. Γεωργόπουλος